- τσιμπάω
- picar
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
τσιμπάω — (σπάν. τσιμπώ), τσίμπησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκυλίζω — [αγκύλι] 1. (για έντομα) αγκυλώνω, κεντρίζω, τσιμπάω 2. μπήζω το μαχαίρι, τραυματίζω 3. ενοχλώ, πειράζω … Dictionary of Greek
συμπάω — και συμπώ Ν 1. συνδαυλίζω τη φωτιά 2. μτφ. υποβοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek